εκκενώνω

εκκενώνω
(AM ἐκκενῶ, -όω
Α και ἐκκεινῶ, -όω)
αδειάζω, εγκαταλείπω («εκκενώθη η αίθουσα, η δεξαμενή»)
νεοελλ.
1. (για στρατεύματα) αποχωρώ, αποσύρομαι
(«διατάχθηκαν να εκκενώσουν την Ήπειρο»)
2. φρ. «εκκενώνω όπλο»
α) πυροβολώ
β) αφαιρώ τή γόμωσή του
αρχ.
1. αδειάζω, αφήνω έρημο («ἄστυ Σούσων ἐξεκείνωσεν»)
2. (για ξίφος) βγάζω από τη θήκη, γυμνώνω
3. απομακρύνω κάτι για να τό καθαρίσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκκενώνω — εκκενώνω, εκκένωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκκενώνω — εκκένωσα, εκκενώθηκα, εκκενωμένος, μτβ. 1. βγάζω από κάτι το περιεχόμενό του, αδειάζω: Η αίθουσα εκκενώθηκε από τους θεατές. 2. (για στρατεύματα), φρ., «εκκενώνω χώρα ή φρούριο», αποσύρω τα στρατεύματα απ αυτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προεκκενώ — όω, Α 1. εκκενώνω, αδειάζω προηγουμένως 2. μτφ. (σχετικά με θέμα) εξαντλώ («οὐ γὰρ προεκκενῶσαι χρὴ πάντα», Σχόλ. Ερμογ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκκενῶ «εκκενώνω, αδειάζω»] …   Dictionary of Greek

  • αδειάζω — (Μ ἀδειάζω) έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, ευκαιρώ νεοελλ. 1. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι, εκκενώνω 2. αδειάζω από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι 3. ερημώνομαι 4. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι μεταφέροντάς το αλλού 5. φρ. «άδειασέ μας… …   Dictionary of Greek

  • εκκεινώ — ἐκκεινῶ ( όω) (Α) βλ. εκκενώνω …   Dictionary of Greek

  • εκπίνω — ἐκπίνω (Α) 1. πίνω όλο το περιεχόμενο ποτηριού («ὅσα τοι ἐκπέποται και ἐδήδοται ἐν μεγάροισιν», Ιλ.) 2. ρουφώ, απορροφώ («αἵματ ἐκποθένθ ὑπό χθονός», Αισχ.) 3. αδειάζω, εκκενώνω δοχείο 4. εξαντλώ, σπαταλώ («ὄλβον δωμάτων ἐκπίνομεν», Ευρ.) 5. πίνω …   Dictionary of Greek

  • εκσιφωνίζω — ἐκσιφωνίζω (Α) 1. εκκενώνω με σίφωνα, εξαντλώ 2. διασκορπίζω …   Dictionary of Greek

  • εξαγγίζω — ἐξαγγίζω (Α) [άγγος] βγάζω από το αγγείο, αδειάζω, εκκενώνω …   Dictionary of Greek

  • εξαλίζω — ἐξαλίζω (Α) [αλίζω] 1. εκκενώνω 2. συγκεντρώνω …   Dictionary of Greek

  • εξαλαπάζω — ἐξαλαπάζω (Α) [αλαπάζω] 1. λεηλατώ, ερημώνω («πόλιν Τροίην εύτύχεον ἐξαλαπάξαι», Ομ. Ιλ.) 2. καταστρέφω, αφανίζω («ἐξαλαπάξειν νῆας», Ομ. Ιλ.) 3. εκκενώνω μια πόλη για να εγκαταστήσω σ αυτή νέους κατοίκους («μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας», Ομ. Οδ.) 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”